Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ορίζει την υπογονιμότητα ως την αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει κλινική εγκυμοσύνη μετά από 12 ή περισσότερους μήνες τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλάξεις. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τόσο την πρωτογενή υπογονιμότητα (όταν ένα ζευγάρι δεν μπόρεσε ποτέ να συλλάβει) όσο και τη δευτερογενή υπογονιμότητα (όταν ένα ζευγάρι έχει συλλάβει στο παρελθόν αλλά δεν είναι πλέον σε θέση να συλλάβει). 

Η ESHRE (European Society of Human Reproduction and Endocrinology) συνιστά στα ζευγάρια να συμβουλεύονται έναν/ μία ειδικό σε θέματα γονιμότητας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Μετά από 12 μήνες τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφύλαξη, χωρίς να προκύψει εγκυμοσύνη για γυναίκες κάτω των 35 ετών.

  • Μετά από 6 μήνες** για γυναίκες ηλικίας 35 ετών και άνω, λόγω της σχετιζόμενης με την ηλικία μείωσης της γονιμότητας.
  • Αμέσως** εάν η γυναίκα έχει γνωστό ιατρικό ιστορικό που θα μπορούσε να επηρεάσει τη γονιμότητα (όπως ενδομητρίωση ή ακανόνιστη ωορρηξία) ή εάν ο άνδρας έχει ιστορικό παθολογίας των όρχεων.

Η ASRM (Αmerican Society of Reproductive Medecine) έχει εκδώσει αντίστοιχες συστάσεις.

 

Οι συστάσεις αυτές αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση των πιθανοτήτων αποτελεσματικής θεραπείας, λαμβάνοντας υπόψιν παράγοντες όπως η ηλικία και το ιατρικό ιστορικό των συντρόφων.

  Όποια και αν είναι η αιτία της υπογονιμότητας, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν παράλληλα και τα δύο μέλη του ζευγαριού. Συνολικά, τα αποτελέσματα παρέχουν μια γενική εικόνα της κατάστασης που θα μας επιτρέψει να προσφέρουμε στο ζευγάρι την πλέον κατάλληλη και εξατομικευμένη θεραπεία.